ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ

Γκοτζίλα εναντίον Χίτλερ

 

Κριτική για την νέα ταινία του Κώστα Γαβρά,
(πριν την δω)

Η ταινία η οποία θα παιχτεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας • Athens International Film Festival δεν χρειάζεται νέες κριτικές, η κριτική της έχει γραφτεί πριν 45 χρόνια,
στο περιοδικό Σύγχρονος κινηματογράφος τεύχος 4 του 1974.
Κριτική του Μ. Κ.
«Το πρόβλημα με το Ζ
……Η ταύτιση της ταινίας με τον ιδεαλιστή ανώτερο δικαστικό ενός αστικού κράτους και με τα συνεπαγόμενα ιδεολογικά του όρια προσδιορίζει το ιδεολογικό στίγμα της ίδιας της ταινίας που θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ουτοπιστικό φιλελεύθερο αστισμό.
γιατί αστισμός; επειδή όχι μόνο η αστική κοινωνία καθαυτή δεν αμφισβητείται αλλά επιπλέον οι εκπρόσωποι του καλού και του Δίκιου είναι ταυτόχρονα και εκπρόσωποι του αστικού κράτους
γιατί φιλελεύθερος; επειδή αναγνωρίζεται η ύπαρξη κακού μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας και του αστικού κράτους και απαιτείται η τιμωρία του και η εξάλειψη του
γιατί ουτοπιστικός; επειδή η εξάλειψη αυτού του κακού δεν μπορεί να γίνει μέσα στο πλαίσιο του αστικού κράτους ούτε στη βάση των αστικών ορισμών για τη δικαιοσύνη την αλήθεια το καλό…… »

Εδώ θα έπρεπε να τελειώσει η συζήτηση για την νέα/παλιά ταινία του Γαβρά καθώς και σε αυτήν μάλλον επαναλαμβάνει την ιδία πολιτική θέση που είχε και πριν 45 χρόνια. Τι εποχές τότε, ξεκινούσαμε τον κόσμο από την αρχή, αισθανόμασταν σαν τροχιές καθαρών λεπίδων, απλά απαιτώντας, το Καλό ήταν τόσο κοντά, αρκούσε η διατύπωση του, θα πραγματοποιείτο με το που έφευγε από την άκρη της γλώσσας μας. Το ότι συνεχίζουμε ακόμα να μιλάμε για το τι είναι μια πολιτική ταινία δείχνει την ήττα της αριστεράς και στην πολιτική αλλά και στον κινηματογράφο.

Το μόνο που πρέπει να εξηγηθεί είναι το παράδοξο μια ταινία που θα έπρεπε να κατηγορούν οι Συριζαίοι διότι εκθειάζει τον άνθρωπο που αναφέρεται στον αρχηγό τους σαν λιποτάκτη και να στηρίζουν οι δεξιοί διότι ο Βαρουφάκης κόβει ψήφους από τον Σύριζα, δέχεται τις εντελώς αντίθετες κριτικές, αποδεικνύοντας πόσο δίκιο είχε ο Μαρξ όταν μίλαγε για την κυριαρχία της ιδεολογίας πάνω στην καθημερινότητα, αλλά και την σχέση που είχαν πολλοί ψηφοφόροι με το ΟΧΙ η οποία βασιζόταν σε μια μυθοπλασία.

Μερικές παρατηρήσεις διαχρονικές ή επίκαιρες
- Όλες οι ταινίες μπορούν να ερμηνευτούν πολιτικά, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Γκοτζίλα είναι η αντιστροφή του αληθινού τρόμου της αληθινής Χιροσίμα και οι περισσότερες ταινίες με τον Χίτλερ είναι αντιδραστικές κατασκευές που προσωποποιώντας το κακό κρύβουν την ουσία του αληθινού φασισμού. Όμως «πολιτική» ονομάζουμε την ταινία που κάνει θέαμα την πολιτική, ανθρώπους ή γεγονότα, με στόχο να παρέμβει στην πολιτική ζωή, η λειτουργία της είναι χρηστική. Οι επονομαζόμενες «πολιτικές ταινίες» μοιράζονται μαζί με τις ταινίες πορνό αυτή την χρηστικότητα της τέχνης και την χειριστικότητα του θέματος, ανεξαρτήτως του τι γίνεται στην ιστορία οι θεατές θα ταυτιστούν και θα ξεδώσουν.
- Στις αληθινά πολιτικές ταινίες η αξία βρίσκεται στο πως θα χειριστούν αισθητικά αυτό που αναπαριστούν, ο Αγγελόπουλος, ο Αϊζενστάιν, ο Γκοντάρ, ο Ζίμπερμπεργκ ήταν πρώτα από όλα σπουδαίοι κινηματογραφιστές και μετά οι κατεξοχήν σκηνοθέτες που μας έδωσαν εικόνες για την αριστερά.

- Εντάξει το ξέρουμε ότι κάθε ταινία είναι μυθοπλασία. Ακόμα και οι πολιτικές ακόμα και τα ντοκιμαντέρ όταν αναφέρονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.. ε και; Αυτό δεν αθωώνει τον δημιουργό τους. Οι καλλιτέχνες σαν συντεχνία, οι αριστεροί για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα της λογοκρισίας και οι δεξιοί για να αποφύγουν την κριτική, υποστηρίζουν ότι ένα έργο τέχνης είναι αυτόνομο, ανεξάρτητο πολιτικών θέσεων. Όμως τότε γιατί ο Γαβράς αρπάζεται από επίκαιρα μεγάλα θέματα; Αν τον ενδιέφεραν θα τα έψαχνε σε πολύπλευρο διαλεκτικό βάθος (πχ δεστε το Μακριά απο το Βιετνάμ ή το Χίτλερ: Μια ταινία από τη Γερμανία ) και δεν θα τα κωδικοποιούσε με μοναδικούς ήρωες, το βράδυ που ψηφίσαμε ΟΧΙ δεν το κάναμε επειδή ο Βαρουφάκης ήταν ένας «υπερήρωας» που θα τον κοιτάγαμε στον ουρανό να μάχεται, ψηφίσαμε ΟΧΙ διότι όλοι ήμασταν μαζί και αποφασισμένοι. Αλήθεια όλοι εμείς υπάρχουμε μέσα σε αυτή την ταινία; ή είμαστε το σκηνικό για τους καλούς και κακούς ήρωες; Τι λέει για την πολιτική μου θέση αν πάω σε μια ταινία που ο μόνος τρόπος να την δω είναι να ταυτιστώ με τους απαστράπτοντες ήρωες, για να αισθανθώ ότι έτσι μόνο συμμετέχω στην Ιστορία;

- Ο Γαβράς έχει αφοσιωθεί στο είδος του πολιτικού θρίλερ. Το τέχνασμα του Γαβρά βασίζεται στο εξής, μας λέει: θα σας μιλήσω για ένα πολιτικό θέμα μέσω ενός κινηματογραφικού προϊόντος αλλά για να το καταναλώσετε θα το περιτυλίξω αποδεχόμενος τους μηχανισμούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας των ειδών και συγκεκριμένα του θρίλερ. Πολιτικό θρίλερ είναι η αγωνία που αισθάνεσαι παρακολουθώντας κάποιον να διαβάζει στην εφημερίδα τις αποφάσεις της κυβέρνησης, όχι τι επίπτωση έχουν στην ζωή σου αλλά στο αν θα καταφέρει αυτός να διαβάσει την εφημερίδα.

- Στην αληθινή ζωή και ο Βαρουφάκης και ο Γαβράς συμπεριφέρονται σαν να παίζουν σε μυθοπλαστικές ταινίες; Ο πρώτος είναι ο ήρωας με δερμάτινο μπουφάν, μοτοσυκλέτα και ξανθιά, είναι και έξυπνος, θα πείσει για το άδικο των πράξεων τους κακούς, άσχημους και χαζούς καπιταλιστές όχι επειδή είναι καπιταλιστές αλλά επειδή είναι κακοί και άσχημοι και χαζοί. Στην τελευταία μεγάλη διαπραγμάτευση της Ελληνικής πολιτικής που κερδίσαμε, όταν ο Βενιζέλος έπειθε τους Σέρβους να συμμαχήσουν μαζί μας και καταλήγαμε η Ελλάδα που είχε τον μικρότερο στρατό από τις άλλες Βαλκανικές δυνάμεις να κατακτά την Μακεδονία ( και καλά κάναμε), δεν τους έπεισε επειδή ήταν πιο έξυπνος και όμορφος, που ήταν, ούτε ευχήθηκε στο δίκιο, απλά διέκρινε και επωφελήθηκε από κάτι χειροπιαστό στην γεωμετρία των δυνάμεων, τα κενά που δεν συναντιόντουσαν οι δυνάμεις των άλλων και είχε πίσω του και μια αστική τάξη που τον στήριζε. Ο Βαρουφάκης σαν πολιτικός συμπεριφέρεται σαν ένας Τσεχοσλοβάκος που προσπαθεί να μπει στην αίθουσα της διάσκεψης του Μονάχου για να πει το δίκιο του, ξεχνώντας ότι τότε οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους απαγόρευσαν στους Τσεχοσλοβάκους να είναι παρόντες ενώ συζητούσαν την προσάρτηση της χώρας τους από τον Χίτλερ.
- Ο δε Γαβράς, συμπεριφέρεται σαν να παίζει σε Αμερικάνικη πολιτική ταινία, στις οποίες ο ήρωας για να αποκαλύψει ένα σκάνδαλο πρέπει να καταφέρει να φτάσει στην εφημερίδα ή την τηλεόραση να παραδώσει τα στοιχεία και τότε η πολιτική κατάσταση αλλάζει με το καλό να θριαμβεύει. Όμως στην αληθινή ζωή, ειδικά στην Ελλάδα, όταν ο Ρόμπερτ Ρεντφορντ, που μοιάζει του Γαβρά, των Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου ή των Τριών ημερών του Κόνδορα φτάσει στην εφημερίδα κραδαίνοντας τις αποδείξεις, στο γραφείο θα βρει να κάθεται ο Μαρινάκης ή το Μπογδάνο, διότι μόνο αυτοί ζουν ανάμεσα μας.

- Στην εποχή του Ζ ο κινηματογράφος μπορούσε να λειτουργεί σαν πληροφόρηση, βλέπαμε ταινίες ανακαλύπτοντας τον κόσμο εκεί πέρα, όσο μακριά και να είναι το Βιετνάμ. Από τότε όμως ο κόσμος έχει έρθει τόσο κοντά που μας τυφλώνει, γινόμαστε πολίτες όλου του κόσμου, συγκινούμαστε για την Γκρέτα στην Σουηδία και όχι για τις Σκουριές διότι εκεί το ξύλο δεν μένει στις οθόνες. Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία μας έχει σημασία το πως να βλέπουμε τον κόσμο και αυτό δεν γίνεται με τους όρους του Χόλιγουντ.

- Φανταστείτε αυτή την ταινία να παιζόταν εν μέσω διαπραγματεύσεων με το Eurogroup. Μπορεί να είχε την επίδραση που είχε η Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά στην εξέλιξη του αγώνα του 21; Να γινόταν σύμβολο και πλήθη να πίεζαν τις κυβερνήσεις τους; Μήπως ο Γαβράς άργησε; Τι μπαρούφες λέω, όχι μόνο διότι δεν θα έβγαιναν οι Ευρωπαίοι στους δρόμους αλλά διότι οι κυβερνήσεις δεν δίνουν σημασία σε αυτά. Το απέδειξε ο Βαρουφάκης όταν συγκινούσε τα πλήθη στο σύνταγμα σαν σούπερ ομιλητής πριν διαλυθούμε από το εγκληματικό ξύλο.

Ξανά και προφητικά από τον Σύγχρονο κινηματογράφο
«……Τελικά πάντως εκείνο που θα καθορίσει τον πολιτικό ρόλο που θα διαδραματίσει η ταινία του Γαβρά σήμερα στη χώρα μας θα είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγοντες έξω απ' την ταινία θα επιδράσουν στο κοινό. Συγκεκριμένα το Ζ θα λειτουργήσει θετικά μόνο αν μπορέσουν οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου μας να χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που δίνει η προβολή του για να θυμίσουν στον ελληνικό λαό (βοηθώντας τον να αφομοιώσει την ιστορική του πείρα) ότι είναι εγγενής στο αστικό κράτος η αδυναμία να μην μπορεί να κρατηθεί σε αστικό δημοκρατικό πλαίσιο σε περίπτωση όξυνσης των κοινωνικο-πολιτικών αντιθέσεων…..»
Το λάθος του Γαβρά είναι ότι δεν καταλαβαίνει την διαφορά, άλλο να προσπαθείς να συγκινήσεις την Ευρώπη για την χούντα ή να διαβλέπεις τον αντικληρισμό της και άλλο για τον καπιταλισμό της.

Οπότε ποια είναι η γνώμη μου για την ταινία; Δεν ξέρω αν θα πάω να την δω αλλά θα μπω στο ίντερνετ και θα μάχομαι υπέρ της. Ευτυχώς, διότι οι επιθέσεις στην ταινία δεν είναι ανάλογες με τις βόμβες που έβαζε ο Μιχαλολιάκος σε κινηματογράφους στην δεκαετία του 70. Όμως καθώς αισθανόμαστε ήρωες του φβ ας παρατηρήσουμε ποιοι μπαίνουμε στο διαδίκτυο πχ μέσα στο imdb ή στο φβ και γράφουμε; ποιοι έχουμε τόσο ελεύθερο χρόνο; τι είδους εργαζόμενοι είμαστε; Λέτε οι άλλοι που μπαίνουν να είναι άνθρωποι της παραγωγής; ή εργάτες της Ναυπηγοεπισκευαστικής; ή των Τζάμπο;

Μου είναι επώδυνο διαβάζοντας στο Φιλμ αρ. 2 του Θανάση Ρεντζη ότι ένας πολιτικός κινηματογράφος δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την αναμόχλευση της σχέσης φόρμας και περιεχομένου και βλέποντας τα μαύρα αστεράκια που είχαν βάλει όλοι οι κριτικοί του Σύγχρονου κινηματογράφου στο Ζ, να συνειδητοποιώ πως άλλαξε η αριστερά μέσα σε αυτά τα χρόνια, προσοχή η ίδια αριστερά, διότι πολιτικά, εδώ διορθώστε με αν κάνω λάθος, οι κριτικοί του Σύγχρονου Κινηματογράφου που έβαζαν όλοι στο Ζ μαύρο ανήκαν στην αριστερά που τώρα είναι ο Σύριζα!

Μακρύ υστερόγραφο για να δικαιολογηθεί ο τίτλος. Μπορώ να φανταστώ άλλες ταινίες πιο θεαματικές που θα ξεσήκωναν πολιτικές διαμάχες.
«Γκοτζίλα εναντίον Χίτλερ»
Από τις δονήσεις των subwoofer σε γύρισμα διαφημιστικής καμπάνιας οίκου μόδας μέσα στον Παρθενώνα σκίζεται ο βράχος της Ακρόπολης και ξυπνάει ο Γκοτζίλα, ο οποίος εξαπολύει από το στόμα του ραδιοτηλεοπτική ακτινοβολία και κατακαίει εκατομμύρια διαδικτυακές ρέπλικες του Μπογδάνου, όλες ντυμένες σαν τον τυπάκο που βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ να τρέχει χαιρετώντας δίπλα στα Γερμανικά στρατεύματα που μπαίνουν στην Αθήνα.
Πριν την προβολή της ταινίας, στην πραγματική ζωή, δηλαδή στο διαδίκτυο, θα αρχίσουν να μαίνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα σε θεατές που δεν την έχουν δει. ΟΙ μεν θα κατηγορούν τον σκηνοθέτη ότι μεροληπτεί υπέρ του Γκοτζίλα υπενθυμίζοντας πόσες πόλεις έχει καταστρέψει και τα εκατομμύρια θύματά του, ενώ οπαδοί του Κινγκ Κονγκ θα αποφασίσουν να στηρίξουν τον Γκοτζίλα, ταυτιζόμενοι με την μοναχική επαναστατικότητα των ηρώων τους , ξεχνώντας τις συγκρούσεις ανάμεσα τους.
 
«Βρυξέλλες, 120 ώρες στα Σόδομα»
Παζολινική εκδοχή εμπνεόμενη από την ανατριχιαστική φωτογραφία του Γιούνγκερ να χαϊδεύει τον Τσίπρα μαζί με μια δόση Γιαπωνέζικου σαδοερωτισμου στο στυλ του Saeki Toshio. Σε αυτήν ο Βαρουφάκης καλεί τους Ευρωπαίους υπουργούς οικονομικών σε μια περφόρμανς της συζύγου του στην Μπιενάλε του Κάσελ και οι δυο μαζί κόβουν τα αχαμνά όλων σε μια αντιστροφή του Cut της Γιόκο Ονο και της Αμπράμοβιτς.

Παγκόσμια ημέρα Αλτσχάιμερ, αύριο και κάθε μέρα


Μερικές συμβουλές από προσωπική εμπειρία

- Μη το παίρνετε προσωπικά.
Δεν σας θυμάται όχι επειδή δεν σας αγαπά ή παραιτείται αλλά διότι πρωτεΐνες έχουν αρχίσει να σκεπάζουν τον εγκέφαλό του. Πρέπει να σκεφτείτε πως θα ήταν αν ξαφνικά εσείς βρισκόσασταν σε άγνωστο μέρος και άγνωστοι σας μιλούσαν και επέμεναν ότι είσαστε σπίτι σας, αυτό βιώνει ένας ασθενής με Αλτσχάιμερ.

 Ο τζίρος είναι μεγάλος
Το υποψιάζεστε βλέποντας εταιρείες υποστήριξης να ξεπηδούν συνέχεια και τους γραφειοκράτες των κέντρων πολιτισμού να το συμπεριλαμβάνουν στα προγράμματα τους. 300 000 υπολογίζονται οι συνάνθρωποι μας που υποφέρουν κάθε χρόνο. Πηγαίντε στις εκδηλώσεις τους, πάρτε όσες πληροφορίες μπορείτε για να στοχαστείτε τι θα κάνετε, αλλά δεν συνάντησα ούτε έναν από όσους είναι ανακατεμένοι σε αυτό τον τζίρο που να εμπιστεύτηκα τις προθέσεις του. Είστε μόνος σας μαζί με τον πιο στενό κύκλο ανθρώπων σας. Το Αλτσχάιμερ δεν έχει τον ηρωισμό του αγώνα ενάντια στον καρκίνο και των άλλων μακρόχρονων ασθενειών.

- Λυγίστε, αποδεχτείτε, παροχετεύστε, προτείνετε, ακολουθήστε.
Σαν στις πολεμικές τεχνες. Θυμάστε τον Γκρασχόπερ; από το Κουνγκ Φου; στην τηλεόραση; ε τι πάθατε;
Κάποιες στιγμές θα θυμώσει ανεξήγητα ή θα απαιτήσει απραγματοποίητα και αντιφατικά πράγματα, μην πάτε κόντρα, μην διορθώστε, μην απαιτήσετε, μην παραιτηθείτε, αλλά ενισχύστε τον άλλο και θα κερδίσετε χρόνο μαζί του. Στο "Θέλω να πάω σπίτι μου τώρα" η απάντηση δεν είναι: "Μα είσαι στο σπίτι σου δεν θυμάσαι την κρεβατοκάμαρα σου" αλλά "Θα πάμε μαζί σε λίγο".

- Ώρα για τραγούδι.
Το ξέρετε από το νηπιαγωγείο, θυμόμαστε τραγούδια, κινήσεις, πιο εύκολα από γεγονότα, ονόματα, ώρα για να ξαναδοκιμάσετε. Η μητέρα μου δεν τραγουδούσε σχεδόν ποτέ στην ζωή της, το τελευταίο Πάσχα το πέρασε τραγουδώντας αυτοσχέδια ερωτικά τραγούδια.

- Είναι κλέφτρες, αγράμματες, βαριούνται, σας μισούν.
Έτσι είναι κατά 98% οι γυναίκες από ανατολικές χώρες που θα βάλετε να κρατούν τον άνθρωπό σας ή οι υπάλληλοι στις κλινικές/πάρκινγκ μακράς διαρκείας, Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να αποδεχτείτε επειδή θεωρείτε ότι ο δικός σας χρόνος είναι πιο "πολύτιμος". Τελεία.

- Χομπς ή Ρουσώ προτιμάτε;
Το δίλημμα αν ο άνθρωπος στην ουσία του είναι κακός ή αγαθός θα σκέφτεστε όταν θα προσπαθείτε να κατανοήσετε τον άνθρωπο σας που σιγά σιγά θα μένει γυμνός απ' όλα τα εφόδια πολιτισμού. Η απάντηση δεν βρίσκεται σε κανέναν από τους δυο αλλά στην Αγάπη. Η στιγμή που κάποιος παθαίνει Αλτσχάιμερ είναι η στιγμή που θα μετρηθείτε πόσο αγαπάτε και μπορείτε να δοθείτε σε κάποιον άνθρωπο. Θεωρείστε ότι έχει ήδη φύγει αλλά σας έχει δώσει ύστατο δώρο, ένα φοβισμένο παιδί που δεν θα μεγαλώσει αλλά θα το συνοδέψετε καθώς όλο και μικραίνει.
Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι όταν η μητέρα μου έπαθε Αλτσχάιμερ και εγώ κατάλαβα πως να της φέρομαι ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Σας εύχομαι το ίδιο

Το βίντεο που επισυνάπτω από την παράσταση μας ΨΥΧΑ (2018 Μικροσκοπικό Θέατρο) https://anastasialyra.com/performances-mikroskop…/297-psycha
είναι της Eleni Polidorou, φτιάχτηκε στα πλαίσια των μεταπτυχιακών σπουδών της στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο τμημα Πολιτισμός και παραγωγή ταινιών ντοκιμαντέρ.
Χόρεψαν μαζι μου οι Athina Kyrousi - Salvucci, Melina Iordanidou, Fotini Makaratzi και έπαιξαν live μουσική ο Vassilis Musicinaroom Τζαβάρας και ο Paolo Presta.

Ο καλύτερος Έλληνας χορογράφος


Κάθε κείμενο που θέλει να σέβεται τις αρχές της διαλεκτικής, παρουσιάζει τη θέση του ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετες ιδέες, τις οποίες οφείλει να εκθέτει. Το συμπέρασμα δηλώνεται έπειτα από αυτόν τον εσωτερικό «αγώνα». Αντίθετα, αυτό εδώ το κείμενο, θα σπεύσει να δηλώσει εξαρχής: ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είναι ο σημαντικότερος Έλληνας χορογράφος.
Αναμφίβολα, η φράση ακούγεται ως διανοητικό πυροτέχνημα που φέρνει χαμόγελο στον αναγνώστη, και είναι αυτή ακριβώς η αντίδραση που με παρακίνησε για αυτό το κείμενο.
Ας ξεπεράσουμε γρήγορα την υποψία ότι ο τίτλος είναι περιπαικτικός προς τον σκηνοθέτη αλλά και προς τους Έλληνες χορογράφους, και ας δοκιμάσουμε όχι να αποδείξουμε την ορθότητά του αλλά να ξεχυθούμε στην ιδέα που υποβάλλει.
Αμέσως τίθενται ερωτήματα:
Γιατί χορογράφος; Τι είναι χορός;
Γιατί ο καλύτερος Έλληνας; Τι Έλληνας;
Από τη μια, έχουμε τον γνωστό στίχο από τραγούδι του Σαββόπουλου «που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», μαζί με όλα τα αντίστοιχα τυποποιημένα πια αστειάκια για τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο και τον κατεξοχήν εκπρόσωπό του, έναν κινηματογραφιστή ο οποίος υποτίθεται ότι είναι αργός, αδιάφορος για τον χρόνο του θεατή και τους ηθοποιούς.
Ορίστε, να η απόλυτη αντίθεση – τι σχέση μπορεί αυτός ο σκηνοθέτης να έχει με την τέχνη του χορού, την τέχνη του σβέλτου σώματος, την τέχνη η οποία αποθεώνει τον χορευτή για την προσωπική του εκτελεστική ικανότητα και κυρίως ικανοποιεί την επιθυμία του θεατή για άμεση απόλαυση;
Όμως αυτό είναι ο χορός; Διότι πολλοί, έχοντας εμπειρίες μόνο μέσα από την τηλεόραση, αυτό εννοούν όταν λένε «χορό». Νέα σώματα, υγιή, με θολά αλλά «σπουδαία» συναισθήματα, αλάνθαστα μέσα σε μιαν ασαφή γενικότητα, τα οποία διακρίνονται με μόνη παράμετρο ποιο είναι ταχύτερο και δυνατότερο.  
Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα στην ουσία ανιστορικά σώματα με τα κουρασμένα, σκαμμένα, πελεκημένα, σπασμένα, ανθεκτικά αλλά σημαδεμένα σαν ξύλινα, γυρτά από το βάρος του κόσμου των ταινιών του Θ. Αγγελόπουλου;
Από το ένοχο φυγής σώμα του μετανάστη στην Αναπαράσταση, στα σερνάμενα σε αδιάκοπη πορεία στον χρόνο και τον τόπο των ηθοποιών του Θιάσου, στα ξέπνοα αλλά φουσκωμένα από το φαγοπότι των Κυνηγών, στο αργό σαν ζωντανεμένο άγαλμα του Μεγαλέξαντρου, στο αεικίνητο λες και ξεφεύγει από σφαίρες σώμα του Βέγγου, τα σώματα του Θ. Αγγελόπουλου κουβαλούν την Ιστορία της χώρας μας. Και μερικές φορές προβλέπουν και το μέλλον, όπως στην Εκπομπή, όπου το παίξιμο των ηθοποιών γύρω από το βουβό και σκιασμένο σώμα του Θ. Κατσαδράμη μάς προφητεύει το γλοιώδες, χαλαρό από ευθύνες σώμα των παρουσιαστών τηλεοπτικών λαϊφστάιλ εκπομπών.
Ας ξανακοιτάξουμε μαζί δύο σκηνές από τον Θίασο, ως παράδειγμα των περίφημων μακρών και αργών πλάνων που ταυτίζουμε με τον σκηνοθέτη και που έχουν υπάρξει αντικείμενο σκωπτικών αναφορών.
Η πρώτη είναι η γνωστή σκηνή στην ταβέρνα. Ένα μονοπλάνο διάρκειας 8 λεπτών, όπου με μέσο τα τραγούδια και τον χορό ο σκηνοθέτης περιγράφει όλη την ιστορία της έναρξης μέχρι τη γενίκευση του Εμφυλίου. Δεν θα την αξιολογήσω με το τι αφηγούνται τα τραγούδια, αν και μπορούμε να καταλαβαίνουμε την Ιστορία και μέσα από τραγούδια. Ναι! εν μέσω Εμφυλίου η καθεστωτική μουσική σε πείσμα όλου του κόσμου στιχοπλοκεί με κύριο θέμα το χτίσιμο ερωτικών φωλιών, ναι! κάποιοι καλωσόριζαν την παρέμβαση των αγγλικών δυνάμεων για να φέρουν με τη βία τον βασιλιά, ναι! κάποιοι ήθελαν λαϊκή δημοκρατία, ναι! υπήρξε κάποιος Σκόμπι με σήμα ένα πουλί, ναι! κάποιοι κατηγορούσαν ως κομμουνιστή όποιον δεν αποδεχόταν τη δικτατορία.
Ούτε θα σταθώ μόνο στον χορό-ταγκό της παρέας των χιτών, τον οποίο θα καταλήξουν να χορέψουν μόνοι τους με στείρα σώματα ικανά μόνο για θάνατο σε αντίθεση με τα ερωτικά σώματα των ζευγαριών.
Ούτε θα περιοριστώ μόνο στη λεπτομερή σωματική σηματοδοσία. Ναι κάποιοι έπαιρναν με τη βία τις γυναίκες των άλλων, ναι κάποιοι ήταν άοπλοι και αλίμονό τους δεν θα τέλειωναν ποτέ έναν χορό, ναι οι σεβαστοί «ουδέτεροι» με το χέρι κολλημένο και αμέτοχο στην πλάτη θα έχουν στο μαγαζί τους ένοπλους χίτες αλλά θα ζητήσουν από τους άοπλους αριστερούς να είναι ειρηνικοί.
Τι κάνει τελικά ο Αγγελόπουλος; Συμπυκνώνει; Συμβολίζει; Εικονοποιεί; Σωματοποιεί; Όλα αυτά και κυρίως με αξιοθαύμαστο τρόπο οδηγεί τον Χορό, μια εξ ορισμού μη αναπαραστατική τέχνη να γίνεται ταυτόχρονα και ρεαλιστική. Αλλά αν μέναμε μόνο σε αυτά τα στοιχεία ο Αγγελόπουλος θα ήταν ένας καλός σκηνοθέτης εθνολογικών ντοκιμαντέρ.
Εγώ θα σας ζητήσω να εκτιμήσετε την τέχνη του στον τρόπο που οργανώνει χορογραφικά τη σκηνή συνδυάζοντας τις κινήσεις της κάμερας και του πλήθους των ηθοποιών. Εκεί μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απόφαση του σκηνοθέτη να μην περιορίζεται στην απλή αναπαράσταση ενός γεγονότος αλλά να την υπερβαίνει επιζητώντας τον κριτικό στοχασμό μας.                    
Σε αντίθεση με τον αμερικανικό κινηματογράφο και την επιδεικτική πολυρυθμία των κινηματογραφικών μέσων, με την οποία όλοι πλέον έχουμε ρυθμίσει τους χρόνους της αντίληψής μας, εδώ ο σκηνοθέτης συνειδητά εξαφανίζει την παρουσία του.
Προσέξτε την αργή αλλά περίπλοκη κίνηση της κάμερας, η οποία αρχικά ακολουθώντας την Εύα Κοταμανίδου μπαίνει στην ταβέρνα, εστιάζει στο 1946 και αρχίζει μια κυκλική κίνηση, πρώτα ακολουθώντας τον χολερικό άντρα με τα λαδωμένα μαλλιά καθώς αυτός πλησιάζει μια παρέα τραμπούκων, συνεχίζει στην είσοδο των δύο ζευγαριών που σαν να δοκιμάζουν στα σώματά τους την πρόσφατα αποκτημένη ελευθερία και ολοκληρώνει την περιστροφή γύρω από τον εαυτό της ξανά στην λυκοπαρέα που συγχύζεται από την εμφάνισή τους και αγκυλώνεται με τα χέρια στα κρυμμένα όπλα, τοποθετώντας μας στη μέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της επερχόμενης σύγκρουσης.
Η κίνηση της κάμερας, σαν αλλαγή φράσης, αλλάζει κατεύθυνση με τη χρονομετρημένη ξαφνική είσοδο ενός σερβιτόρου, για να τον ακολουθήσει γυρνώντας στον ουδέτερο μαγαζάτορα ο οποίος, ανήσυχος, μάλλον για το μαγαζί του, σταματάει τη μουσική επιτείνοντας την πρώτη αίσθηση κρίσης η οποία λύνεται παροδικά από τις καθησυχαστικές βεβαιώσεις του νεαρού κομμουνιστή. 
Στη συνέχεια η κάμερα οπισθοχωρεί ώστε να βλέπουμε μόνο τις απρόσωπες σφιχτές πλάτες και σβέρκους των χιτών έως ότου αυτοί εξαφανιστούν περιτυλιγμένοι από τη λιμπιντική έκρηξη του τραγουδιού και του χορού των ζευγαριών.
Η ταυτόχρονη με τον πυροβολισμό και το σταμάτημα του χορού ακινησία της κάμερας τελειώνει όταν επαναλαμβάνοντας το ίδιο τράβελινγκ της αρχής προς τα μπρος ξαναδιασχίζει την αίθουσα, αφήνοντας πίσω της τους χίτες να χορεύουν αγκαλιά ό ένας με τον άλλον, για να πλησιάσει την Κοταμανίδου και ακολουθώντας την να βρεθούμε σε άλλον ιστορικό χρόνο.
Μέσα σε ένα μόνο πλάνο με την κίνησή της μας εισάγει στην ψευδαίσθηση της δημοκρατίας μέσα σε ένα σαθρό περιβάλλον, στροβιλίζεται ανάμεσα στην τρομοκρατία μετά την απελευθέρωση και το μάταιο της παράδοσης των όπλων, για να προχωρήσει στο αναπόφευκτο του Εμφυλίου, ενώ ταυτόχρονα, συμπυκνώνοντας ιστορία και ψυχανάλυση, κλείνει το μάτι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες των ομοφυλοφιλικών εκφάνσεων του φασισμού. 
Και όλα αυτά μέσα σε 8 λεπτά, χωρίς λόγια, χωρίς αλλαγή πλάνου: ποιος μπορεί να αποκαλέσει τον Αγγελόπουλο αργό;   
Ποιος είναι ο λόγος για να αλλάζουμε πλάνο; Στην αρχή της ιστορίας του κινηματογράφου ήταν η επιλογή καλύτερης θέσης για να αποδοθεί η πραγματικότητα, τώρα πια είναι ένα αδιάκοπο ζάπινγκ στην πραγματικότητα ώστε ο εξουθενωμένος καταναλωτής-θεατής να δεχτεί την ψευδαίσθηση ότι αυτή μπορεί να γίνει ανεκτή. Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό αδιάκοπης εναλλαγής θέσεων όρασης, οι περισσότερες ταινίες έχουν τελειώσει πριν καν ξεκινήσουν ή δεν τελειώνουν ποτέ καθώς δεν σε πάνε πουθενά.
Ο Αγγελόπουλος, αντί να κάνει κάθε 3 δευτερόλεπτα cut και να επαφίεται στον μοντέρ για την εύκολη ευχαρίστηση του θεατή από την εναλλαγή εικόνων, αναλαμβάνει την ευθύνη και τον καλλιτεχνικό μόχθο να οργανώσει τα περίφημα μεγάλα πλάνα του, τα οποία όμως σχεδόν ποτέ δεν είναι στατικά καθώς γύρω τους γίνονται λεπτομερείς υπολογισμοί ώστε να μας μεταφέρει τη βαθιά αλήθεια: «στον κάθε χώρο υπάρχουν τα σώματα και ταυτόχρονα όλη η ιστορία τους».


Ας δούμε μια δεύτερη σκηνή, τη σκηνή του γάμου στην ακροθαλασσιά. Ναι! είναι γνωστή όπως και η συγκίνηση του τραγουδιού της γιαγιάς το οποίο ο Αμερικανός αξιωματικός που θα πάρει την εγγονή της δεν μπορεί να ακολουθήσει. Όμως ας δούμε λίγο τον ίδιο τον χορό. Δεν είναι τόσο ότι ο Αμερικανός δεν ξέρει τα αργά βαριά αυτοσυγκρατούμενα βήματα του ηπειρώτικου συρτού, βήματα χορού ανθρώπων που ζουν σε δύσκολο τόπο, που ξενιτεύονται αλλά δεν θέλουν να τον ξεχάσουν. Ο Αμερικανός αξιωματικός δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει αυτά τα βήματα. Το σουίνγκ με το οποίο οι φίλοι του τελικά διασκευάζουν την «Κοντούλα Λεμονιά» και αισθάνονται άνετοι να χορέψουν είναι ένας χορός νικητών, γεμάτος ξεγνοιασιά, αδιαφορία, ελαφροπατητός, το σώμα δεν χρειάζεται μνήμη παρά μόνο ορμή, τα πόδια σαρώνουν αδιάφορα τη γη, όπως και στα αμερικανικά μιούζικαλ, δημιούργημα της κρίσης του ’29 όπου ο στόχος είναι να εξαφανισθεί το βάρος της πραγματικότητας.
Και ας εκτιμήσουμε στον Θ. Αγγελόπουλο τη θεωρητική επάρκεια αλλά και την ιδεολογική καθαρότητα, το μεταμοντέρνο τέχνασμα να διασκευασθεί το ηπειρώτικο τραγούδι  σε σουίνγκ: αντίθετα με τη σύγχρονη λογική της παγκοσμιοποιημένης ελαφράδας του «anything goes», χρησιμοποιείται κριτικά, αποκαλύπτοντας την προέλευση και τη βουλιμική επεκτατικότητα ανάλογων τακτικών.
Θ. Αγγελόπουλος, ο καλύτερος Έλληνας χορογράφος. Και γιατί Έλληνας;
Πολλοί ψάχνουν να βρουν τα αίτια της διεθνούς επιτυχίας του Αγγελόπουλου στην ιστορική σύμπτωση, το τέλος της χούντας, το εύλογο ενδιαφέρον των ξένων για την Ελλάδα κ.λπ. Τους διαφεύγει ότι ο Αγγελόπουλος με τα έργα του συμμετείχε στη δημιουργία βασικών εικόνων της Ελλάδος. Όταν πια σκεφτόμαστε τον Εμφύλιο τον σκεφτόμαστε μέσα από τις εικόνες του Αγγελόπουλου, όταν σκεφτόμαστε τους αντάρτες βλέπουμε τα σώματα του Στράτου Παχή και του Πέτρου Ζαρκάδη. Αν θελήσετε να σκεφτείτε τη μετεμφυλιακή διαφθορά του ελληνικού κράτους αυτόματα θα θυμηθείτε τον Κώστα Στυλιάρη σαν τραμπούκο όταν πυροβολεί το ’46 μέσα στην ταβέρνα και μετά θα τον φανταστείτε αρχές του ’50 να διορίζεται στο δημόσιο και να μαζεύει ψήφους για τον Πάγκαλο και τον Πιπινέλη.
Και γιατί ο καλύτερος χορογράφος; Έχετε δίκιο, σε αυτό τον «τίτλο» έχει άξιους αντιπάλους αλλά εγώ θα έλεγα συντρόφους, μαζί τους φτιάχνει μια διαφορετική ιστορία αναπαραστάσεων ελληνικού σώματος, μια διαφορετική ιστορία του ελληνικού χορού. Να, μαζί με το ζεϊμπέκικο στον Δράκο του Ν. Κούνδουρου, όπου οι λούμπεν φουκαράδες της συμμορίας χορεύουνε ζεϊμπέκικο ενώ ταυτόχρονα σε μια επίδειξη μοντερνιστικής τεχνικής αφηγούνται τα κοντά όνειρα τους που θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν μόνο με τα λεφτά της αστυνομίας, τον βακχικό βρόμικο χορό του Γ. Διαλεγμένου στουςΒοσκούς του Ν. Παπατάκη, το στρατιωτικό σώμα δίπλα στο ανεξέλεγκτο της Ευδοκίαςτου Δαμιανού, τα κατάφορτα επιθυμιών πέρα από φύλο σώματα του Δωματίου 1 του Δ. Παπαϊωάννου και τα ευκίνητα αλλά ανίκανα να ξεφύγουν από την επερχόμενη κρίση σώματα της μεταπολίτευσης στις ταινίες του Ν. Περάκη.  
Όλος ο σημερινός δυτικός κινηματογράφος (του Χόλιγουντ, καθώς αυτός έχει κυριαρχήσει πλέον) είναι οι περιπέτειες του σώματος, το οποίο επιβιώνει από σφαίρες, πτώσεις, συγκρούσεις, καταστροφές και κυρίως ξεπερνά την ακινησία του θεατή-καταναλωτή μέσα στην αίθουσα. Όμως το σώμα για να τα καταφέρει όλα αυτά αντικαθίσταται από κασκαντέρ, ειδικά εφέ και εκατοντάδες αλλαγές πλάνων περιορίζοντας τη ζωή της ηθοποιίας στα 3 δευτερόλεπτα που διαρκεί κατά μέσο όρο πλέον κάθε πλάνο.  
Στον Αγγελόπουλο όπως και σε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες το σώμα έχει χρόνο και φθορά, οι περιπέτειές του είναι κοινωνικές, έχουν αιτία, συνδέονται με τη ζωή μας.
Μας υπενθυμίζει το σώμα του Έλληνα, τις περιπέτειές του και ότι αξίζει να θυμούμαστε, μας κάνει υπερήφανους και προτρέπει τον θεατή να στοχαστεί την πραγματικότητα, σε αυτόν εναπόκειται αν θα κινηθεί, αυτός θα δράσει πραγματικά. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένας σκηνοθέτης ταινιών δράσης, των θεατών.
Υπάρχει και μια τελική ερώτηση, γιατί γράφτηκε αυτό το κείμενο;
Για να μιλήσουμε για τη σημασία του σώματος στον κινηματογράφο; Και ειδικότερα στον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου; Η απάντηση είναι Ναι αλλά και για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για το σώμα της Ελλάδος.