Ο παππούς μου Κωνσταντίνος Μίχος,
(δείχνω την φωτογραφία του)
ο επονομαζόμενος Ζαρκάδας διότι έτρεχε πολύ γρήγορα και
του άρεσαν οι γρήγοροι χοροί, στα τσάμικα όλο ήταν μπροστά και όλο πήδαγε, ήταν
βοσκός και είχε πρόβατα στην περιοχή εδώ γύρω.
Είμαστε στις αρχές του αιώνα, όλη αυτή η περιοχή μέχρι το
Παναθηναϊκό Στάδιο που το είχαν χτίσει λίγα χρόνια πριν για τους Ολυμπιακούς,
δεν κατοικείται ακόμα, υπάρχουν μόνο πράσινοι αλλεπάλληλοι λόφοι, όπου βόσκουν
τα πρόβατα τους. Ανάμεσα τους είναι και ο παππούς μου, μια μέρα καθώς είχε
βγάλει τα πρόβατα, ακούγεται ένας μεγάλος θόρυβος και βλέπει σκόνη να
πλησιάζει, δεν υπήρχαν οι δρόμοι που είναι τώρα, μόνο ένα μονοπάτι που ξεκίναγε
από εκεί που τέλειωνε τότε η πόλη που ήταν πίσω από τις Στήλες Ολύμπιου Διός,
εκεί ήταν τα μπουρδέλα της εποχής. Από τον θόρυβο τα πρόβατα σκορπίζουν και
όταν η σκόνη τον πλησίασε είδε μια άμαξα, η οποία ήταν ανοιχτή, να περνάει δίπλα
του και μέσα της ήταν αρχαίοι Έλληνες, άντρες και γυναίκες.
Ο παππούς συνεπαρμένος με το θέαμα τρέχει από πίσω και
καθώς ήταν γρήγορος σαν Ζαρκάδας, τους φτάνει αλλά όταν τους έφτασε αυτοί οι
Αρχαίοι Έλληνες δεν μιλούσαν Ελληνικά αλλά μια άλλη εντελώς άγνωστη γλώσσα.
Ήταν και γυναίκες ανάμεσα τους και φορούσαν κάτι ελαφρά
διάφανα ρούχα, ήταν σχεδόν γυμνές και ο παππούς που δεν ήταν συνηθισμένος με
αυτά, είχε μείνει άναυδος. Αυτοί του μίλαγαν χαμογελαστά αλλά δεν καταλάβαινε,
κάτι σαν να αναζητούσαν νερό, ο παππούς τους είπε ότι δεν έχει νερό εδώ γύρα
και τους έδινε να πιουν από το παγούρι του. Αυτοί αφού για ώρα
κοίταξαν γύρω την περιοχή και φαίνονταν ευχαριστημένοι, μετά ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν.
Αλλά χορεύανε περίεργα, ήταν σαν να ζωντανεύαν τα αγάλματα που όλο έβρισκαν
τότε στην γη και άμα έβρισκες ένα τέτοιο το πούλαγες κρυφά σε ξένους και
γινόσουν πλούσιος. Οι χοροί τους δεν έμοιαζαν σαν τους χορούς που ο παππούς
είχε δει μια φορά που πήγε στο τσίρκο με αυτές τις ξετσίπωτες με τα πόδια έξω
που όλο τα σήκωναν ψηλά για να φαίνεται το πράμα τους από κάτω και που είχε
ακούσει ότι τις παίρνανε οι πλούσιοι και γι αυτό αυτές όλο σηκώνονταν στις
μύτες για να τις διακρίνουν και να διαλέξουν.
Και μετά η μια από αυτές, αυτή που έσερνε τον χορό, μια
νταρντανογυναίκα ήρθε κοντά του και τον πήρε από το χέρι σαν να
χορέψουν μαζί, άκου πράγμα η γυναίκα να παίρνει τον άνδρα να χορέψει, ο παππούς
δεν ήξερε αλλά σαν καλός χορευτής ακολούθησε και έκανε τα δικά του και
προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Ο παππούς παρ’ ότι δεν καταλάβαινε ήταν
ενθουσιασμένος και όλοι ήταν χαρούμενοι και ιδρωμένοι και οι γυναίκες με τα διάφανα
ρούχα τους. Μετά η ιστορία λέει, όπως την άκουσα από την γιαγιά μου, η ξένη
γελώντας έσκυψε, τον χάιδεψε στο κεφάλι και έκαμε να τον φιλήσει, ναι! να τον
φιλήσει! ακούς εκεί; γυναίκα πράμα να φιλήσει πρώτη άνδρα! αλλά ο παππούς
σκιάχτηκε και τραβήχτηκε και το έβαλε στα πόδια, παράτησε και τα πρόβατα και
έφυγε τρέχοντας. Όμως την άλλη ημέρα ξαναήρθε για να μαζέψει τα πρόβατα αλλά
και να τους δει ξανά, τι έκαναν, ειδικά αυτή η νταρντανογυναίκα που
οδηγούσε τον χορό.
Δεν έμοιαζαν να ψάχνουν για αγάλματα κάτω από την γή,
αντίθετα μετά έμαθε ότι πλήρωναν για να κουβαλήσουν μάρμαρα από μακριά και να
χτίσουν σπίτι στον λόφο επάνω, του Κοπανά, όπου καθόταν ο παππούς και αγνάντευε
όλη την Αθήνα, μπορούσε να βλέπει μέχρι τα βουνά απέναντι, μονάχα η Ακρόπολη του έκοβε λίγο την θέα.
Ο παππούς όλο ερχόταν και τους κοίταζε από μακριά να
χτίζουν το σπίτι και να χορεύουν, όμως φοβόταν μην τον δει αυτή και πάει να τον
φιλήσει πάλι. Και όλο την σκεφτόταν ώσπου αυτοί παράτησαν το σπίτι μισό και δεν
ξαναήρθαν, τους το’χε πει ο παππούς ότι η περιοχή δεν είχε νερό αλλά δεν
καταλάβαιναν,.
Εν τω μεταξύ είχε μάθει ότι ήταν Αμερικάνα. Και την
έλεγαν Κυρία Δούγκαν.
Και ο παππούς σχημάτισε την ιδέα ότι στην Αμερική όλοι
κυκλοφορούν σαν Αρχαίοι Έλληνες και οι γυναίκες οδηγούν τον χορό και φιλάνε
τους άνδρες πρώτες.
Oπότε το 1920, βλέποντας τον πόλεμο να ξαναέρχεται,
μπαρκάρει και πάει στην Αμερική.
Εκεί ακολούθησε τους δρόμους των Ελλήνων μεταναστών,
δούλεψε στα τρένα, δεν ήξερε την γλώσσα, τριγυρνούσε στις πολιτείες για
διαφορετικές δουλειές, αλλά που τον έβρισκες που τον έχανες όποτε δεν δούλευε
και δεν τον κυνηγούσαν, διότι ήταν Έλληνας και τους κυνηγούσαν τότε,
πήγαινε και καθόταν απέξω από στούντιο χορού, έτσι τα λέγανε, ελπίζοντας να
βρει την νεράιδα. Οι φίλοι του, ειδικά ο ξάδελφος του ο Βασίλης ο Μίχος, η
εγγονή του είναι εδώ απόψε, (ψάχνω στο κοινό "που είσαι Αλίκη;") τον κορόιδευαν
που δεν μάζευε λεφτά και όλο πήγαινε σε αυτά.
Ο παππούς είδε πολλές χορεύτριες. Βρήκε μια που ήταν σαν
φάντασμα με μεγάλα φτερά και έβγαζε φως σαν αυτό που είχε πρωτοδεί από γλόμπους
ηλεκτρικού στο Κολωνάκι.
Βρήκε μια που ντυνόταν σαν Ινδή και δεν του
άρεσε, αυτός σκεφτόταν μόνο την νεράιδα, βρήκε και μια Ελληνίδα που χόρευε με
μια άλλη Αμερικάνα χορεύτρια πολύ γνωστή με τεράστιο κούτελο, και αυτή
ντυνόταν σαν αρχαία Ελληνίδα αλλά δεν ήταν σαν αυτή που είχε
οδηγήσει τον χορό με τον παππού, ήταν πολύ αυστηρή και όλο κυλιόταν στο δάπεδο,
ο παππούς δεν θα ήξερε τι να χορέψει μαζί της, βρήκε και έναν άντρα χορευτή,
ωραίο και δυνατό και ευλύγιστο ο οποίος του πρότεινε να χορέψει μαζί τους αλλά
μετά κατάλαβε ότι αυτός ήταν κουνιστός και αυτοί χόρευαν σε τσάγια για πλούσιες
κυρίες και ο παππούς δεν ήθελε τέτοια. Ο παππούς έψαχνε για χρόνια, αυτή την
νεράιδα, την Κα Δούγκαν αλλά δεν την βρήκε ποτέ, τα χρόνια
πέρασαν και απογοητευμένος γύρισε στην Ελλάδα. Στην περιοχή είχαν
έρθει ξενομερίτες από την Μικρά Ασία και δεν μπορούσε πια να βόσκει τα πρόβατα
του, χρήματα δεν μάζεψε στην Αμερική διότι τα είχε ξοδέψει στο να πηγαίνει σε
μαθήματα χορού, βρήκε και παντρεύτηκε την γιαγιά, και έκανε παιδιά μεταξύ των
οποίων και τον πατέρα μου. Όμως μέχρι να πεθάνει, δεν σταμάτησε να σκέφτεται
και να μιλάει για αυτή την νεράιδα όπως την έλεγε, και ίσως για αυτό
παντρεύτηκε μια μεγαλύτερη και ψηλότερη γυναίκα την γιαγιά την Ευανθία.
(Δείχνω την φωτογραφία τους)
Εγώ μικρός μεγάλωσα στην περιοχή εδώ γύρω, πήγα δημοτικό
εδώ απέναντι από το Ντάνκαν, που δεν το λέγαμε έτσι, το λέγαμε Αύρα ή Νεράιδα και
κανείς δεν ήξερε γιατί, μόνο εμείς ξέραμε στην οικογένεια αλλά δεν το λέγαμε
διότι η γιαγιά που ήξερε την ιστορία θύμωνε. Το δημοτικό που πήγα ήταν
ιδιωτικό, του Κολιαράκη. Ο κ Κολιαράκης, έμοιαζε με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στο πιο
χοντρό, ήταν πολύ αυστηρός και θρήσκος. Σκέψου απέναντι από το Ντάνκαν ήταν ένα
σχολείο που ερχόταν παπάς και μας εξομολογούσε κάθε μήνα. Ο κ. Κολιαράκης μας
έδερνε, ναι! πήγαινα σε ιδιωτικό που πληρώναν οι γονείς μας και μας έδερναν.
Είχε μια χορογραφία, όποτε δεν είχες διαβάσει σε έστελναν στον γραφείο του,
οπού αυτός έλεγε: πάλι δεν διάβασες Κωστάκη; και έβγαζε από το δεξί συρτάρι έναν χάρακα
και σε χτύπαγε μια στην μια παλάμη, μια στην άλλη. Με τον καιρό έμαθα να
συνδυάζω το κατέβασμα του χάρακα με άφημα του χεριού μου, όχι τράβηγμα γιατί θα
το καταλάβαινε, άφηνα τους μυς μου να λυθούν και το χέρι έπεφτε ταυτόχρονα
μόλις με άγγιζε ο χάρακας και δεν πόναγα, αν το καταλάβαινε μου έπιανε το χέρι
και εγώ τότε συγκέντρωνα την σκέψη μου στο χέρι και έλεγα στείλε ανάσα εκεί που
πονάει, άφησε τον πόνο να διαχυθεί και να λιγοστέψει. Μετά με χτύπαγε από μια
στους αγκώνες και από μια στα γόνατα, τα οποία από τον πόνο λύνονταν.
Και έτσι έμαθα το release.
Μαζί μου έστελναν πάντα την Εύη την Πανταζή, (ψάχνω στο κοινό, "Εύη
που είσαι;" σηκώνεται η Εύη και με πλησιάζει και στηρίζομαι επάνω της), διότι
εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω καλά διπλωμένος με τα γόνατα να μην με σηκώνουν
και ερχόταν η Εύη να με πάει πίσω στην τάξη και εγώ έτσι στηριγμένος πάνω στην
Εύη αισθανόμουν μία γλύκα και όλο αφηνόμουν επάνω της και με αυτό τον τρόπο
εφηύρα το Contact Improvisation.
Στο δημοτικό, προς τις τελευταίες τάξεις καθώς
μεγαλώναμε, τα κορίτσια της τάξης όλο έφευγαν από το σχολείο και πήγαιναν
απέναντι στο Ντάνκαν και τα αγόρια δεν ξέραμε τι έκαναν εκεί. Το είπα κάποτε
στην γιαγιά και αυτή μου απαγόρεψε να έρχομαι στον λόφο διότι εδώ θα ήταν το φάντασμα
αυτής της νεράιδας που χόρευε και οδηγούσε στον χορό, και που είχε προσπαθήσει
να φιλήσει τον παππού. Το είπα αυτό στον συμμαθητή μου τον Βασίλη τον Ζορμπά, (Βασίλη είσαι εδώ;)
που ο πατέρας του είχε το παντοπωλείο εδώ πίσω, (ανοίγω την πόρτα και δείχνω), ο Βασίλης
ήταν πονηρός και κουτσομπόλης και αυτός άρχισε να λέει ότι τα κορίτσια εδώ
συναντούσαν μεγαλύτερα από εμάς αγόρια και χόρευαν και φιλιόντουσαν. Και εμείς
καθόμασταν στο σχολείο και όλο κοιτάζαμε ψηλά προς εδώ, τα στήθη μας σηκώνονταν
και γέμιζαν απορία, προσμονή και επιθυμία, δεν είχαμε φιλήσει, ποτέ δεν ξέραμε
πως φιλάνε και στα μάτια μου οι συμμαθήτριές μου γινόντουσαν ένα με την
Ισιδώρα Ντάνκαν, τις φανταζόμουνα να τα αρπάζουν και να
οδηγούν τον χορό και να τα φιλάνε, και
αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να γίνω χορευτής.
(Eν τω μεταξύ, αφού η Εύη Πανταζή με στήριξε μέχρι την θέση μου, 5 χορεύτριες καθισμένες απέναντι από άντρες που έχω βγάλει από το κοινό, σηκώνονται μια μια και χορεύοντας πηγαίνουν σε αυτούς σαν να τους προσκαλούν να χορέψουν, φτάνουν κοντά τους, σχεδόν τους φιλούν και αμέσως σταματούν, γίνονται ουδέτερες και γυρνούν στην θέση τους.
Ο αυτοσχεδιασμός τους ερευνά τις κινητικές πιθανότητες ενός συμπυκνωμένου χορού, κάθε φορά εντελώς διαφορετικού, με φορμαλιστική και αφηγηματική καθαρότητα, μέσα σε 15 δευτερόλεπτα που διαρκεί)
Και μάλιστα όχι μόνο έγινα χορευτής αλλά πήγα και εγώ
στην Αμερική, στα βήματα του παππού μου, πήγα στο Ellis island, πήγα στην προβλήτα που είχε μάλλον πρωτοκατέβει, πήγα
και στο στούντιο αυτής με το κούτελο, περπάτησα στα ίδια μέρη σαν να έψαχνα και
εγώ την νεράιδα, και συνάντησα πολλών ειδών νεράιδες, αυτή που τα μέλη της
πέταγαν στον αέρα, αυτή που χορεύει σαν να μην έχει βάρος, την άλλη που η φωνή
της μοιάζει με του παππού όταν σφύριζε στο βουνό αλλά μου έμεινε και εμένα κάτι
σαν το μαράζι του παππού. Συνάντησα τόσες πολλές νεράιδες που οδηγούν τον χορό
πρώτες και πάντα είχα στο μυαλό μου να μην είμαι σαν τον παππού μου και να
προσπαθώ να τις ακολουθήσω ακόμα και αν με φιλήσουν. Και πάντα αισθανόμουν λες
και είναι στο αίμα των Μιχαίων ότι δεν ήξερα τι να κάνω. Πως φιλάς; συγνώμη, πως
ακολουθείς μια κοπέλα που ξεκινά τον χορό;
Ναι, εντάξει κάνεις όλα όσα έχεις μάθει, μπορείς να σπας
και να χορεύεις από τον σκελετό σου, μπορείς να βάζεις αφηρημένες οδηγίες πχ μόνο
χέρια, μπορείς να βάζεις χειρονομίες, αλλά πως χορεύεις; τι χορεύεις; τι σε
σηκώνει; τι σήκωνε αυτές τις γυναίκες να οδηγήσουν τον χορό και προς τα που;
(Παύση)
Και σκέφτομαι πολύ συχνά, όπως λέμε ιστορίες σε κάθε
οικογένεια, αν η θεία είχε παντρευτεί τον.........αν είχαν κρατήσει το κιούπι
με τις λύρες των Άγγλων........
σκέφτομαι αν ο παππούς μου είχε φιλήσει την Ισιδώρα
Ντάνκαν, τι θα είχε γίνει;
Θα είχε χορέψει μαζί της, σαν τον Βάσο Κανέλλο, θα την
είχε ακολουθήσει, θα είχε γυρίσει πίσω; όχι διότι θα είχε μάθει από τον Βάσο
που γύρισε στα 1920 ότι το στύλ της στην Ελλάδα μετά το περιφρονούσαν. Ο
παππούς θα την είχε ακολουθήσει παντού, όχι στην Ρωσία διότι ο παππούς ήταν
Βενιζελικός και είχαμε στείλει στρατό ενάντια της, θα είχε μείνει πιστός σε
αυτήν, διότι εμείς οι Μιχαίοι είμαστε πιστοί στις γυναίκες, αλλά και σαν
Έλληνας, εμείς κολλάμε με το παρελθόν, ο παππούς θα ήταν κοντά της
συνέχεια.
Και που ξέρεις, ο παππούς μπορεί να ήταν εκεί, εκείνη την
ημέρα στην Νίκαια της Γαλλίας, όταν αυτή μπήκε στο αμάξι της και έβαλε μπρος την
μηχανή και σαν γρήγορος που ήταν, σαν Ζαρκάδας, μπορεί να είχε προλάβει να
λύσει το φουλάρι και η Ντάνκαν να μην πνιγόταν. Και αν είχε γίνει αυτό τι θα
είχε γίνει; Η Ντάνκαν που θα έμενε; Στην Γαλλία μπήκαν οι Γερμανοί, στην
Αμερική δεν την ήθελαν σαν κομουνίστρια, στην Σοβιετική Ένωση είχε φύγει
δαρμένη από τον άντρα της και φτωχή όταν πέθανε ο Λένιν.
Η Ντάνκαν θα ερχόταν πάλι στην Ελλάδα! θα συνεργαζόταν με τους
Σικελιανούς, θα ίδρυε σχολειά, εντάξει στην δικτατορία του Μεταξά θα είχε
πρόβλημα αντίθετα με τις Γερμανοσπουδαγμένες του χορού που συνεργάστηκαν μαζι του. Πιθανότατα να χόρευε
στο Σύνταγμα όταν νικάγαμε τους Ιταλούς ή πάλι στην Ακρόπολη και να κατέβαζε
αυτή την Γερμανική σημαία, στην κατοχή θα οργάνωνε συσσίτια για τους
πεινασμένους με βοήθεια από την Αμερική, σαν την πενικιλίνη που έστειλε το
σωματείο των εργατών του λιμανιού της Νέας Υόρκης το '43, θα ανέβαινε στο βουνό
και δεν θα είχαμε μόνο Θέατρο του βουνού αλλά και Χορό του βουνού, τώρα θα
είχαμε φωτογραφίες ανταρτών να χορεύουν τρέχοντας στα δάση του Ταΰγετου, τον
Βελουχιώτη να χορεύει μαζί τους. Στα Δεκεμβριανά, θα ήταν στο σπίτι της εδώ και
πιθανότατα όταν ήρθαν οι αντάρτες για να επιτεθούν στο αστυνομικό τμήμα
απέναντι να τους είχε πει: εγώ ξέρω, ήμουν στην Σοβιετική ένωση, πιθανότατα να
μην είχαν πυροβολήσει από αυτό εδώ το άνοιγμα και να μην είχε σκοτωθεί ο
Ασημάκης Π, αρχιφύλακας από την Άρτα, πιθανότατα μετά να την καταδιώκαν, και να
την πήγαιναν εξορία ή να την σκότωναν σαν τον Πολκ, όχι, θα την σέβονταν όπως
τις Αμερικάνες σαν την γυναίκα του στρατηγού Σαράφη. Όταν θα γέρναγε
θα χάριζε αυτή την σχολή της στο Δημόσιο και η Κρατική θα ήταν εδώ, όλοι οι
χορευτές θα έμπαιναν βάσει των δημιουργικών τους δυνατοτήτων, θα είχε φυσικά
φυτώρια για μικρά παιδιά, οπότε αν εδώ ήταν η Κρατική, η Μάνου θα ήταν ακόμα
στο κολυμβητήριο, διότι η Ντάνκαν θα έκανε εκστρατεία για να μην γκρεμιστεί για
τους Ολυμπιακούς. Μια στιγμή! ποιος όμως θα ήταν διευθυντής στην Μάνου; Ποια
διευθύντρια έχει σπουδάσει Γκράχαμ; χμμμ η Παυλίνα Βερέμη θα ήταν η διευθύντρια
της Μάνου. Ακόμα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα την είχε χρησιμοποιήσει σε παράσταση
του, ο Τσίπρας θα την είχε στο ψηφοδέλτιο, θα είχε γίνει η πρώτη υπουργός
πολιτισμού χορεύτρια, ο αυτοσχεδιασμός θα ήταν η βασική τεχνική των Ελλήνων
χορευτών, όλες οι ομάδες, η Sine qua non, η Λάθος Κίνηση, θα έκαναν
αυτοσχεδιασμό, μέχρι και που θα παίρνουν και κρατικά βραβεία,.
Α τι ωραία θα ήταν!!!.
(Παύση)
Μια στιγμή αυτό ήδη έχει γίνει, γίνεται.
Αν ο παππούς μου είχε φιλήσει την Ισιδώρα Ντάνκαν, ο
χορός θα ήταν όπως είναι και τώρα, εντάξει ο παππούς θα είχε περάσει καλύτερα,
η Ντάνκαν θα είχε ζήσει περισσότερο αλλά ο χορός θα ήταν ίδιος, διότι την
ιστορία την φτιάχνουμε όχι με τις μικρές ιστορίες και επιτυχίες αλλά με το πιο
βαθύ πάθος, που δεν αλλάζει ότι και να ζήσουμε, με αυτό το καλύτερο που
φέρνουμε στην ζωή.
Α τι ωραία που είναι!!!.
(Παύση)
εκτός............. τώρα που το σκέφτομαι, αν εγώ είχα
στην οικογένεια μου την Ντάνκαν, τι θα είχε γίνει όταν θα είχα επαναστατήσει
όπως όλα τα παιδιά που στην εφηβεία τους το πρώτο που στρέφονται εναντίον είναι
η οικογένειά τους; Δεν θα είχα πει και εγώ έφηβος, αναψοκοκκινισμένος, ότι δεν
θέλω να γίνω σαν «αυτή την χοντρή που όλο κυλιέται στο πάτωμα» που είπε ο
Μπαλανσίν;
Θα είχα επαναστατήσει και θα έκανα τα αντίθετα από αυτά
που μου θα μου έλεγε η οικογένεια μου, και τι θα έκανα;
θα είχα γίνει χορευτής μπαλέτου.
Αν ο παππούς μου είχε φιλήσει την Ισιδώρα Ντάνκαν, εγώ
δεν θα ήμουν εδώ και έτσι δεν θα είχα απορίες και θαυμασμό, τι κάνεις με μια
κοπέλα που οδηγεί τον χορό, τι κάνεις για να ξεκινήσει να χορεύεις, τι
χορεύεις.
1 / 6/ 2013
Μεταγραφή του κείμενου της διάλεξης - παράστασης με τίτλο
"Την Ημέρα που δεν φίλησα την Ισιδώρα Ντάνκαν" η οποία παρουσιάστηκε
στις 1 Ιουνίου 2013 στο Κέντρο Ντάνκαν, στα πλαίσια του
εορτασμού για τα 110 χρόνια από την πρώτη επίσκεψη της Ισιδώρας
Ντάνκαν στην Αθήνα.
Συμμετείχαν Αθηνά Κυρούση, Άρια Μπουμπάκη, Ανδρονικη Μαραθάκη, Αελλώ Βαρδοπούλου-Γαλάνη, πολλοί άντρες θεατές και η Εύη Πανταζή
Συμμετείχαν Αθηνά Κυρούση, Άρια Μπουμπάκη, Ανδρονικη Μαραθάκη, Αελλώ Βαρδοπούλου-Γαλάνη, πολλοί άντρες θεατές και η Εύη Πανταζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου