ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ

Κλέφτες του ήλιου


όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και είδα στο βάθος πεταμένο στο πάτωμα το κάγκελο από το παράθυρο του κήπου, η πραγματικότητα και η αναπνοή μου έχασαν τον συγχρονισμό τους,
το απίστευτο είχε συμβεί, είχαν μπει και σε μένα κλέφτες,
και από την άλλη δεν το πίστευα, σαν ο χρόνος να πήγαινε μπρος πίσω, έγινε - δεν έγινε,
αμέσως μετά
καθώς άρπαξα το ρόπαλο και χύμηξα στο δρόμο αποφασισμένος να προλάβω, να τον πιάσω αυτόν που μπήκε, ταυτόχρονα μούδιαζα με εκείνο το περίεργο και ανατριχιαστικό συναίσθημα όταν σε κλέβουν, σαν να μπαίνουν μέσα σου χωρίς να το θες.
Όμως ήμουν τόσο αποφασισμένος να αφεθώ στην οργή μου, καθώς φέρμαρα πάνω κάτω τους γύρω δρόμους, το έβλεπα μπροστά μου σαν να κάνω fast forward, αν τον πετύχαινα δεν θα δίσταζα, θα όρμαγα κατευθείαν επάνω του με το ξύλινο ρόπαλο μου, καθώς θα το στριφογύρναγα προς το κεφάλι του αυτός θα σήκωνε τα χέρια του για να προστατευθεί, εγώ όμως μια στα γόνατα να πέσει κάτω να μην μπορεί να τρέξει, μια στους αγκώνες μην βγάλει κάνα κατσαβίδι και μετά προσεκτικά στο πλάι του κεφαλιού ίσα ίσα να πάθει διάσειση και μετά θα του έσπαγα σε κομματάκια τα δάχτυλα από τον καρπό, να μην ξανακλέψει  ποτέ, θύμα θύτης δικαστής τελειωτικός τιμωρός θα του έσπαγα το κεφάλι, τα χέρια δεν με ένοιαζε.
Ήμουν, τόσο σίγουρος που έκανα και αστεία με την φαντασία μου, σκέψου την ώρα που τον χτύπαγα να έβγαινε από κάνα σπίτι μια λευκόδερμη, σαραντάρα, Συριζαία, αρχιτεκτόνισσα και να ερχόταν πάνω από το κεφάλι μου και να μου φώναζε  «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», και εγώ με τον τύπο από κάτω μου να της εξηγώ ότι και εγώ το έχω φωνάξει αλλά όχι να μπαίνουν στο σπίτι ΜΟΥ, να κλέβουν ΕΜΕΝΑ,
να κλέβουν τους άλλους, τους  πλούσιους δεν ξέρω

στις επόμενες ημέρες η οργή δεν μειώθηκε, προσπαθούσα να αναπαραστήσω την σκηνή, πως πήδηξαν από το παράθυρο, εγώ θα μπορούσα; ήταν πιο δυνατοί από μένα; από που έφυγαν; δεν τους είδε κανείς γείτονας, μήπως δεν ήταν έτσι όπως φαινόταν; μήπως ήταν κάποιος βαλτός; γιατί εμένα; έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότι η πρώην μου που μόλις είχαμε χωρίσει μπορεί να το έκανε και το σκηνοθέτησε να φαίνεται σαν κλοπή.  Τι να έκανα, να την έπαιρνα τηλέφωνο; σιγουρα θα με κορόιδευε

Τους επόμενους μήνες κάθε τόσο έψαχνα στις αγγελίες μήπως βρω κάτι, ειδικά τα κομπιούτερ. Εκεί είχα όλη την προηγούμενη δουλειά μου, χορογραφικές ιδέες, μαθήματα, περιγραφές, εικόνες, μου είχαν κλέψει όλη την ζωή μου, έτσι αισθανόμουν,
έστειλα και μηνύματα στον εαυτό μου για την πιθανότητα ο κλεπταποδόχος να μην είχε σβήσει τον σκληρό δίσκο και να έκανε χάζι διαβάζοντας ότι είχα γράψει.
Έφτασα στο σημείο να φανταστώ ότι αφού θα διάβαζε όλη την αλληλογραφία μου θα διάβαζε και ότι mail είχα ανταλλάξει με την κοπέλα που αγαπούσα και που η σχέση μας είχε πάει άσχημα, και μπορεί ο κλέφτης να έβλεπε με πιο καθαρό μάτι από μένα όλα τα λάθη μου και να παρεμβαλλόταν, να άρχιζε αυτός να αλληλογραφεί μαζί της και αυτός θα ήξερε τι να πει, τι να μην κάνει και στο τέλος μπορεί να ερωτευόταν αυτόν η κοπέλα μου.

Το κενό στην θέση της οθόνης που μου είχαν κλέψει είχε γεμίσει με παράνοια


Όταν ένα χρόνο μετά με πήραν από την αστυνομία και μου είπαν ότι είχαν αναγνωρίσει από ένα μισό αποτύπωμα που είχαν βρει στο σπασμένο παράθυρο τον άνθρωπο που με είχε κλέψει αισθάνθηκα περίεργα. Όχι μόνο διότι ήταν Έλληνας, αυτό το είχα καταλάβει με την ευκολία που μου είχαν πει όταν είχα πάει για κατάθεση «Γεωργιανοί το έκαναν» αλλά γιατί μου είπαν και το όνομα του, Τώρα ήξερα ποιος ήταν αυτός που με έκλεψε.
Το επώνυμό του, Α.....ς  δεν ήταν όνομα κλέφτη. Ωραίο όνομα, μου θύμιζε το όνομα ενός κομψευάμενου που τον είχαν διορίσει και μοίραζε κατοστάρες χιλιάδες ευρώ για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά τους παραολυμπιακούς, σε ομάδες που δεν είχαν σχέση με ανάπηρους. Κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει, ενώ τον δικό μου Α....η με μισό αποτύπωμα πιάσ'τον.
 Αλλά δεν τον είχαν πιάσει, απλά ήξεραν ποιος είναι, εγώ τριγύρναγα στην πόλη και κάποιος που με είχε κλέψει τριγύρναγε και αυτός ελεύθερος στην ίδια πόλη και εγώ ήξερα το όνομα του.
Είχα και μια διεύθυνση, στο Φάληρο, πέρασα, δεν βρήκα τίποτα, αγριοκοίταζα τους γείτονες σαν να ήταν γειτονιά κλεφτών.


Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, πήγα στα δικαστήρια στην Λεωφ. Αλεξάνδρας, δικαζόταν.
Πήγα τρίτη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες, καθώς υπήρχαν πολλές δίκες πριν την δική του και ήμουν υποχρεωμένος σαν μάρτυρας.
Πήγα πάλι από νωρίς, όπως και την πρώτη ημέρα που είχα πάει με κάποια απροσδιόριστη ταραχή, κοίταζα τους ανθρώπους γύρω μου, ποιος ήταν ο κλέφτης μου; ο δικός μου, αυτός που με είχε παρακολουθήσει και διάλεξε το σπίτι μου, άραγε πως του φάνηκε; αυτά που εγώ μάζευα και αγάπαγα τι αξία είχαν για αυτόν καθώς τριγύρναγε μέσα και τα σάρωνε;
Κοιτάζοντας τον, κοιτάζοντας την διαφορά μας θα καταλάβαινα ποιος ήμουν εγώ.
Ποιοι είναι οι κλέφτες από όλους αυτούς εδώ γύρω μου; Αυτός εκεί ο τσαμπουκάς; Πως θα ήτανε ο δικός μου, ο κλέφτης μου;
Κοίταζα γύρω να διακρίνω, γεμάτη η αίθουσα από αστυνομικούς, ασφαλίτες, πως τους καταλαβαίνεις; ποιοι ήταν οι ασφαλίτες; Αυτοί με το βλέμμα που δεν κατεβαίνει συνεσταλμένα όταν συναντιέται με το δικό σου, που κοιτάζει αμέσως πίσω, εξεταστικά.
Οι άλλοι τι ήταν; Συγγενείς, δικαστές; δικηγόροι;
Άκουγα δύο δικηγόρους να συζητάνε στο διάλειμμα, «η Ρωσία θα μας σώσει»…….. «η πτώση της θερμοκρασίας στην Αμερική είναι σχεδιασμένη»...... τι διαφορετικό λένε οι χρυσαυγίτες; και μετά κατηγορούμε τους δικαστές
Κάθε δικηγόρος και μια βοηθός, ντυμένες στο όριο σοβαρότητας αλλά και σεξουαλικής εμφατικότητας, μαύρο καλτσόν, φούστα που να αναδεικνύει τον κώλο και τις γάμπες, 8 ίντσα τακούνια, γιατί το κάνουν; για να καυλώσουν τους δικαστές και να εξασφαλίσουν εύνοια για τον πελάτη; για να ανθρωποποιήσουν την νομική διαδικασία; ή απλά για να ανελιχθούν; Η εκπόρνευση μόνο μέσα σε αυταρχικά περιβάλλοντα ανθίζει.

 Και ξαφνικά τον είδα.
Πως είναι οι κλέφτες στα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου; στον Φουκώ ή στον Ζενέ; Καμιά σχέση. Ένας τυφλοπόντικας, ζωώδης, μια μουσούδα άνθρωπος, χωρίς κλάψες, χωρίς την αγωνία για επιείκεια
Μου φαινόταν τεράστιος
Καθώς είχε γεμίσει με κατηγορούμενους η αίθουσα ανακατεύτηκα ανάμεσά τους και πήγα και έκατσα δήθεν άσχετα δίπλα του.
Πως είναι το σώμα ενός κλέφτη;
πως είναι το σώμα ενός που δουλεύει με το σώμα του; ενός μπουκαδόρου,
σβέλτο, σαν μαύρου; αυτοί είναι οι δικοί μας μαύροι, 
σκεφτόμουν ότι θα αισθανόμουν την δύναμη του σώματός του καθώς έγερνα ανεπαίσθητα για να τον ακουμπήσω, θα ήταν διαφορετική απο αυτή των χορευτων; ας πούμε του Αλβιν Αίηλυ.
Τίποτα, έγερνα και δεν συναντούσα τίποτα, ήταν άδειο.
Έχει κοπέλα; ποιά μπορεί να είναι από όλες εδώ μέσα
Την πρώτη ημέρα τον είχε πλησιάσει μόνο η μητέρα του, χωρίς δάκρυα, σαν συνηθισμένη σε αυτό, πιο μακριά καθόταν μια γεροντότερη, θεία;
Όταν έγινε μια διακοπή τις είχα πάρει από πίσω, μπήκα στο ασανσέρ μαζί τους, δεν με ήξεραν, κρυφάκουγα τις συνομιλίες τους, να τις καταλάβω, πως είναι η οικογένεια ενός κλέφτη; είχαν έρθει από την Κόρινθο,
«Έλα να δεις που σε' φερα, τώρα θα σε πάω στον ήλιο» έλεγε και ξανάλεγε η μάνα στην γεροντότερη.
Θα σε πάω στον ήλιο
Τις ακολούθησα, δεν σταμάτησαν σε κανένα καφέ, όλη την ώρα της διακοπής τριγυρνάγαν γύρω από τα δικαστήρια και έκατσαν στη πεζούλα των προσφυγικών, των δικών μου προσφυγικών, εκεί ακριβώς που είχαμε αρχίσει την παράσταση το 2004. Πέρασα από μπροστά τους και πήγα λίγο παρακάτω αλλά πρόλαβα και είδα τους τότε χορευτές μου, τον Μπένο, την Μαρκέλλα, την Βάνα, τον Κώστα, την Κα Ελένη, την τότε κοπέλα μου, τον Νίκο Βαλκάνο και όλους τους φίλους του καλλιτέχνες που είχε κουβαλήσει να συμμετάσχουνσκέφτηκα όσους που αν έπιαναν εμένα θα ερχόντουσαν στο δικαστήριο, όλους όσους προστάτεψαν το σώμα μου και δεν έγινα και εγώ κλέφτης. Σκέφτηκα την μητέρα μου πως με είχε φροντίσει, πόσο διαφορετικό ήταν το δικό μου σώμα. Μετά την πρώτη δίκη είχα τρέξει αμέσως σπίτι και την είχα αγκαλιάσει.
Εκείνη την ημέρα, όταν έφευγαν τις πήρα από πίσω, θα περπατούσαν μέχρι το κέντρο με τα πόδια για να πάρουν το λεωφορείο για τα ΚΤΕΛ. Κατεβαίνοντας την Ασκληπιού περνάω μπροστά από κάποιον που πουλάει μεταχειρισμένα Hi End, τις παρατάω για λίγο και μπαίνω μέσα, ψάχνω έναν ενισχυτή για το στούντιο. Βλέπω έναν τελικό Quad του 1976, τότε έκανε ολόκληρη περιουσία, αλλά μετά από τόσα χρόνια ελπίζω ότι θα τον πάρω για τίποτα, έτσι! για να ικανοποιήσω την νεανική μου επιθυμία,  
Τον πουλάει 500 ευρώ! Δεν κωλώνει από το  έκπληκτο και αμέσως κοροϊδευτικό χαμόγελό μου, «αυτόν θα τον πουλήσω στην Γερμανία, εκεί καταλαβαίνουν από καλά μηχανήματα» μου λέει περιφρονητικά, για όλη την χώρα, αυτός ένας άνθρωπος που ζει από τα πλεονάζοντα υπόλοιπα του χόμπυ των εχόντων.

Εν τω μεταξύ σήμερα στο δικαστήριο μέχρι να έρθει η ώρα δικάζονται κάποιοι σκουρόχρωμοι, όλοι σκουρόχρωμοι, που δεν πνίγηκαν από το Λιμενικό.
Παρελαύνουν οι μάρτυρες κυρίως αστυνομικοί, δεν θυμούνται τίποτα, δεν έχουν κάτσει να ξαναδιαβάσουν τις καταθέσεις τους, όλες οι συλλήψεις είναι δύο τριών χρονών παλιές και οι κρατούμενοι είναι ήδη στην φυλακή.
«Όλοι αυτοί μοιάζουν κύριε πρόεδρε» λέει ο αστυνομικός που κυνηγούσε κάτι Αφγανούς, στην ερώτηση του προέδρου αν είναι αυτοί που έπιασε τελικά....
...ένα κομπολόι πέφτει από τον μεταφραστή ο οποίος σκύβει και δεν ακούει την ερώτηση για να μεταφράσει..... οι κατηγορούμενοι όλοι λένε «δεν είμαστε εμείς».....«μέσα στο πλήθος χάνονται αυτοί κύριε πρόεδρε».....
Ήξερα το όνομα του Έλληνα που με έκλεψε και δεν αναγνωρίζουν το πρόσωπο αυτού που έχουν μπροστά τους
Μντ Μπντ Μπουντου... ο δικαστής προσπαθεί να προφέρει το όνομα ενός Αφγανού..... ο εισαγγελέας σαρκάζει το όνομα, και αυτός ελληνολάτρης;
«Δεν με άφησαν να μιλήσω»
«Είδα που χτυπούσαν κάποιον και πλησίασα και άρχισαν να με χτυπούν και μένα»
Δυο αδέλφια Αλβανοί με χειροπέδες, κάποιος πήγε να περάσει ανάμεσα τους και δεν καταλάβαινε που άρχιζε η αλυσίδα.
Οι ποινές, οι αγορεύσεις, οι απολογίες προκαθορισμένες, η επαναλαμβανόμενη νουθέτηση του προέδρου προς τους κατηγορούμενους πριν τους ξαναπάρουν πίσω στα υπόγεια «οφείλετε στον εαυτό σας να προσπαθήσετε» βαριεστημένη επιβεβαίωση του πρωταγωνιστικού του ρόλου
Το δικαστήριο σαν θέατρο για τα ματιά των θεατών, συγγενών.

Όταν φώναξε ο πρόεδρος τους μάρτυρες, σηκωνόμαστε οκτώ μάρτυρες κατηγορίας, τους κοιτάζω, όλοι καλοντυμένοι, πάνω από τα 50, είμαι πενήντα και εγώ; πολυάσχολοι, τσατισμένοι που έχασαν τον χρόνο τους, μένουν Φάληρο, μιλάνε για σπίτια διώροφα και ιδιωτικά γκαράζ στα οποία μπήκε, αισθάνομαι και εγώ ότι ανήκω σε άλλη τάξη από τον κλέφτη, μπορώ να είμαι γενναιόδωρος.
Έρχεται η σειρά μου να καταθέσω, ο πρόεδρος δεν μου ζητάει να ακουμπήσω την Βίβλο και να ορκιστώ, ούτε με κοιτάζει, μα φόρεσα  επιλεγμένα μαύρο δερμάτινο Boss μπουφάν, μαύρο παντελόνι, στο όριο σοβαρότητας και νεότητας, μου ζητάει τυπικά να κοιτάξω τον κατηγορούμενο, είναι η μόνη στιγμή που με κοιτάζει και αυτός.
Κόκκινα άδεια μάτια, πλαστικό φουσκωτό μπουφάν που δεν κρύβει το αδύνατο σώμα, το δέρμα χλωμό, δεν τον χτυπάει ο ήλιος, φυματίωση, HIV άκουσα πριν, σήμερα δεν ήρθε κανείς ούτε η μάνα δεν υπήρχαν λεφτά για το ταξίδι από την Κόρινθο, δεν είχε και ήλιο σήμερα.

Η δικηγόρος, διορισμένη, με μίζερο πρόσωπο και γουρλωτά  μάτια, αλλά μαύρο καλτσόν και μίνι φούστα «ο πελάτης μου δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του»
 Η τιμωρία του, θα του κλέψουν τον ήλιο. Για ένα χρόνο.

Τι νόημα μπορεί να υπάρχει σε όλο αυτό που συμβαίνει  μπροστά μου; δεν πρόκειται να βρεθεί τίποτα, δεν βρίσκω καν την οργή που θυμάμαι να είχα αισθανθεί, τα κομπιούτερ τα αντικατέστησα, οι παλιές χορογραφίες μου δεν με εκφράζουν πια και αδιαφορώ όταν έρχονται και μου λένε ότι τις θυμούνται και πόσο τους άρεσαν, ιδέες για μαθήματα γεννάω αμέσως μόλις κοιτάξω τους μαθητές, την αλληλογραφία με την πρώην κοπέλα μου προσπαθώ να την ξεχάσω και αυτή σίγουρα θα την έχει σβήσει από χρόνια, οι φωτογραφίες μου θα ήταν χωρίς φαλάκρα. Tελικά τίποτα δεν μου πήρε, κανείς κλέφτης δεν μπορεί να μας πάρει κάτι σημαντικό, αλλά αυτός ο φουκαράς δεν θα σταματήσει να κλέβει, δεν θα κάνει την μεγάλη μπάζα, δεν θα ξεφύγει, θα λιώσει σιγά σιγά.
Ο δικαστής κάνει τον υπολογισμό της ποινής σαν λογαριασμό σε τεφτέρι, με το στιλό σε ένα τσαλακωμένο χαρτί.


Φεύγοντας, μεσημέρι, βρέχει, στέκομαι και σκέφτομαι που να πάω
Σκέφτομαι τα δημοσιεύματα που ζητούν να πουλήσουμε τα «ηλιόλουστα» νησιά μας.
Τις κυβερνητικές προτάσεις και τις κομπίνες με την ηλιακή ενέργεια.
Σκέφτομαι τα δημοσιεύματα που λένε ότι είμαστε εξωγήινοι γιατί δεν μπορούμε να μένουμε στον ήλιο πολύ ώρα.
Σκέφτομαι όλους τους έρωτες μου και τους σκέφτομαι στον ήλιονα ανεβαίνουμε στον Λυκαβηττό με την μηχανή, μεσημέρι με τον ήλιο στην πλάτη μας και να με αγκαλιάζει δήθεν για να πιαστεί, να ταξιδεύουμε με το πρωινό πούλμαν ξαπλωμένη στα πόδια μου και ο ήλιος να έρχεται στο μέτωπο της, με το αυτοκίνητο και τον ήλιο στις πατούσες της στο παράθυρο, να με περιμένει αιώνες αλλά πάντα με ήλιο στα σκαλάκια ή στο τοιχάκι  απέναντι από το Πολεμικό Μουσείο.
Δεν ξέρω  ότι σε λίγη ώρα θα  σκοτεινιάσω, όταν μια γυναίκα θα μου πει ότι δεν μπορεί να μου δώσει αυτό που ζητώ, unconditional love.
Μα αφού εγώ δεν είμαι εγώ ο κλέφτης.

Σκέφτομαι τον κλέφτη μου που τον ξέχασα μέχρι να γράψω αυτό το κείμενο που ποτέ του δεν θα διαβάσει, θα το διαβάσετε εσείς, που ποτέ του δεν θα μιλήσει με ανθρώπους σαν εσάς, θα είναι πάντα στην σκιά,
πως  αλλιώς μπορεί να μπει αόρατος να σας κλέψει; κάτι που θα το ξεχάστε διότι έχετε ζωή μπροστά σας, ποτέ δεν θα τον δείτε
Διάλεξε να ζει χωρίς να τον βλέπουν, δεν θα τον φωτίσει ο ήλιος, διάλεξε να μην έχει συναισθήματα, οι κλέφτες δεν έχουν, δεν είναι σαν τους δολοφόνους, οι κλέφτες δεν νοιάζονται, στην ουσία αυτοί δεν δίνουν καμιά σημασία στην ιδιοκτησία, απλά την χρησιμοποιούν.
Διάλεξε να κινείται στην σκιά, να ζει στο σκοτάδι, στην άκρη του ματιού, εκεί που δεν τον βλέπεις, αν είναι έτσι πως μπορεί να τoν αγαπήσει κάποιος αφού δεν θα είναι συνηθισμένος να τον βλέπουν;
αυτό δεν είναι η αγάπη; όταν ο άλλος μας καταλαβαίνει δηλαδή μας βλέπει. Αυτή είναι η  διαφορά από τα one night stand.

Σκέφτομαι, ότι με χωρίζει με τον κλέφτη μου
Η διαφορά μου από τον κλέφτη μου είναι ότι εμένα με έχει δει ο ήλιος. Οφείλω να μην παραιτηθώ ούτε από τον ήλιο ούτε απ'ότι άλλο ζητώ και έχω χαρεί, έστω και κάποια φορά

3 σχόλια: